Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φαρμακεύω
φαρμάκιον
φαρμακίς
φαρμακόεις
φάρμακον
φαρμακοποσίᾱ
φαρμακοπώλης
φαρμακός
φαρμακοτρίβης
φαρμακόω
φαρμακώδης
φάρμαξις
φαρμάσσω
φάρος
φάρος
Φάρος
φᾶρος
φαρόω
φάρσος
φάρυγξ
φᾱ́ς
View word page
φαρμακώδης
φαρμακώδηςεςadj of plants, river waterpoisonous, noxiousPlu.

ShortDef

of the nature of a φάρμακον

Debugging

Headword:
φαρμακώδης
Headword (normalized):
φαρμακώδης
Headword (normalized/stripped):
φαρμακωδης
IDX:
29385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29386
Key:
φαρμακώδης

Data

{'headword_display': '<b>φαρμακώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φαρμακώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of plants, river water</Indic><Tr>poisonous, noxious</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φαρμακώδης'}