Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φαρμακευτικός
φαρμακεύτρια
φαρμακεύω
φαρμάκιον
φαρμακίς
φαρμακόεις
φάρμακον
φαρμακοποσίᾱ
φαρμακοπώλης
φαρμακός
φαρμακοτρίβης
φαρμακόω
φαρμακώδης
φάρμαξις
φαρμάσσω
φάρος
φάρος
Φάρος
φᾶρος
φαρόω
φάρσος
View word page
φαρμακο-τρίβης
φαρμακο-τρίβηςουmτρῑ́βω grinder of drugspigmentsD.

ShortDef

one who grinds drugs

Debugging

Headword:
φαρμακοτρίβης
Headword (normalized):
φαρμακοτρίβης
Headword (normalized/stripped):
φαρμακοτριβης
IDX:
29383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29384
Key:
φαρμακοτρίβης

Data

{'headword_display': '<b>φαρμακο-τρίβης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>φαρμακο-τρίβης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>τρῑ́βω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>grinder of drugs<or/>pigments</Tr><Au>D.</Au></nS1></NE>', 'key': 'φαρμακοτρίβης'}