Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φαρμακείᾱ
φαρμακεύς
φαρμάκευσις
φαρμακευτικός
φαρμακεύτρια
φαρμακεύω
φαρμάκιον
φαρμακίς
φαρμακόεις
φάρμακον
φαρμακοποσίᾱ
φαρμακοπώλης
φαρμακός
φαρμακοτρίβης
φαρμακόω
φαρμακώδης
φάρμαξις
φαρμάσσω
φάρος
φάρος
Φάρος
View word page
φαρμακοποσίᾱ
φαρμακοποσίᾱᾱςfπῑ́νω taking of medicine as a draughtPl. X.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φαρμακοποσίᾱ
Headword (normalized):
φαρμακοποσίᾱ
Headword (normalized/stripped):
φαρμακοποσια
IDX:
29380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29381
Key:
φαρμακοποσίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>φαρμακοποσίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>φαρμακοποσίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>πῑ́νω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>taking of medicine as a draught</Tr><Au>Pl. X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'φαρμακοποσίᾱ'}