Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φαρκίς
φαρμακάω
φαρμακείᾱ
φαρμακεύς
φαρμάκευσις
φαρμακευτικός
φαρμακεύτρια
φαρμακεύω
φαρμάκιον
φαρμακίς
φαρμακόεις
φάρμακον
φαρμακοποσίᾱ
φαρμακοπώλης
φαρμακός
φαρμακοτρίβης
φαρμακόω
φαρμακώδης
φάρμαξις
φαρμάσσω
φάρος
View word page
φαρμακόεις
φαρμακόειςεσσα ενadjφάρμακονof an arrowpoisonedMosch.

ShortDef

poisoned

Debugging

Headword:
φαρμακόεις
Headword (normalized):
φαρμακόεις
Headword (normalized/stripped):
φαρμακοεις
IDX:
29378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29379
Key:
φαρμακόεις

Data

{'headword_display': '<b>φαρμακόεις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φαρμακόεις</HL><Infl>εσσα εν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φάρμακον</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of an arrow</Indic><Tr>poisoned</Tr><Au>Mosch.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φαρμακόεις'}