Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φαρέτριον
φαρκίς
φαρμακάω
φαρμακείᾱ
φαρμακεύς
φαρμάκευσις
φαρμακευτικός
φαρμακεύτρια
φαρμακεύω
φαρμάκιον
φαρμακίς
φαρμακόεις
φάρμακον
φαρμακοποσίᾱ
φαρμακοπώλης
φαρμακός
φαρμακοτρίβης
φαρμακόω
φαρμακώδης
φάρμαξις
φαρμάσσω
View word page
φαρμακίς
φαρμακίςίδοςfφαρμακεύς sorceressAr. D. AR.

ShortDef

a sorceress, witch

Debugging

Headword:
φαρμακίς
Headword (normalized):
φαρμακίς
Headword (normalized/stripped):
φαρμακις
IDX:
29377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29378
Key:
φαρμακίς

Data

{'headword_display': '<b>φαρμακίς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>φαρμακίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>φαρμακεύς</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>sorceress</Tr><Au>Ar. D. AR.</Au></nS1></NE>', 'key': 'φαρμακίς'}