Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φάραγξ
φαρέτρᾱ
φαρετρεών
φαρέτριον
φαρκίς
φαρμακάω
φαρμακείᾱ
φαρμακεύς
φαρμάκευσις
φαρμακευτικός
φαρμακεύτρια
φαρμακεύω
φαρμάκιον
φαρμακίς
φαρμακόεις
φάρμακον
φαρμακοποσίᾱ
φαρμακοπώλης
φαρμακός
φαρμακοτρίβης
φαρμακόω
View word page
φαρμακεύτρια
φαρμακεύτριαᾱςfwoman who casts a love-spellTheoc.title

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φαρμακεύτρια
Headword (normalized):
φαρμακεύτρια
Headword (normalized/stripped):
φαρμακευτρια
IDX:
29374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29375
Key:
φαρμακεύτρια

Data

{'headword_display': '<b>φαρμακεύτρια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>φαρμακεύτρια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Tr>woman who casts a love-spell</Tr><Au>Theoc.<LblR>title</LblR></Au></nS1></NE>', 'key': 'φαρμακεύτρια'}