Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φαραγγώδης
φάραγξ
φαρέτρᾱ
φαρετρεών
φαρέτριον
φαρκίς
φαρμακάω
φαρμακείᾱ
φαρμακεύς
φαρμάκευσις
φαρμακευτικός
φαρμακεύτρια
φαρμακεύω
φαρμάκιον
φαρμακίς
φαρμακόεις
φάρμακον
φαρμακοποσίᾱ
φαρμακοπώλης
φαρμακός
φαρμακοτρίβης
View word page
φαρμακευτικός
φαρμακευτικόςή όνadjof a branch of medicinerelating to the use of drugsPlb.of purgingby means of drugsPl.

ShortDef

of or by means of drugs or pharmacy

Debugging

Headword:
φαρμακευτικός
Headword (normalized):
φαρμακευτικός
Headword (normalized/stripped):
φαρμακευτικος
IDX:
29373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29374
Key:
φαρμακευτικός

Data

{'headword_display': '<b>φαρμακευτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φαρμακευτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a branch of medicine</Indic><Tr>relating to the use of drugs</Tr><Au>Plb.</Au><aS2><Indic>of purging</Indic><Tr>by means of drugs</Tr><Au>Pl.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'φαρμακευτικός'}