Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φανταστικός
φαντί
φανῶ
φάος
φαραγγώδης
φάραγξ
φαρέτρᾱ
φαρετρεών
φαρέτριον
φαρκίς
φαρμακάω
φαρμακείᾱ
φαρμακεύς
φαρμάκευσις
φαρμακευτικός
φαρμακεύτρια
φαρμακεύω
φαρμάκιον
φαρμακίς
φαρμακόεις
φάρμακον
View word page
φαρμακάω
φαρμακάωcontr.vbφάρμακον be druggedopp. be in sound mindD.

ShortDef

to suffer from the effect of poison, to be ill

Debugging

Headword:
φαρμακάω
Headword (normalized):
φαρμακάω
Headword (normalized/stripped):
φαρμακαω
IDX:
29369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29370
Key:
φαρμακάω

Data

{'headword_display': '<b>φαρμακάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>φαρμακάω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>φάρμακον</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>be drugged<Expl>opp. be in sound mind</Expl></Tr><Au>D.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'φαρμακάω'}