Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Ἀκαλανθίς
ἀκαλαρρείτης
ἀκαλήφη
ἀκαλλιέρητος
ἀκαλός
ἀκάλυπτος
ἀκαλυφής
ἀκαμαντόδετος
ἀκαμαντολόγχᾱς
ἀκαμαντομάχᾱς
ἀκαμαντόπους
ἀκαμαντορόᾱς
ἀκαμαντοχάρμᾱς
ἀκάμας
ἀκάματος
ἄκαμπτος
ἄκανθα
ἀκάνθινος
ἀκανθίς
ἄκανθος
ἀκανθώδης
View word page
ἀκαμαντό-πους
ἀκαμαντό-πουςποδοςdial.masc.adjπούς of horseswith untiring feetPi.fig., of Zeus' thunderunrestingPi.

ShortDef

untiring of foot, unwearied

Debugging

Headword:
ἀκαμαντόπους
Headword (normalized):
ἀκαμαντόπους
Headword (normalized/stripped):
ακαμαντοπους
IDX:
2936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2937
Key:
ἀκαμαντόπους

Data

{'headword_display': '<b>ἀκαμαντό-πους</b>', 'content': "<AE><HG><HL>ἀκαμαντό-πους</HL><Infl>ποδος</Infl><PS>dial.masc.adj</PS><Ety><Ref>πούς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of horses</Indic><Tr>with untiring feet</Tr><Au>Pi.</Au><aS2><Indic>fig., of Zeus' thunder</Indic><Tr>unresting</Tr><Au>Pi.</Au></aS2></aS1></AE>", 'key': 'ἀκαμαντόπους'}