Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φᾱνός
φανοῦμαι
φαντάζομαι
φαντασίᾱ
φάντασις
φάντασμα
φανταστικός
φαντί
φανῶ
φάος
φαραγγώδης
φάραγξ
φαρέτρᾱ
φαρετρεών
φαρέτριον
φαρκίς
φαρμακάω
φαρμακείᾱ
φαρμακεύς
φαρμάκευσις
φαρμακευτικός
View word page
φαραγγώδης
φαραγγώδηςεςadjφάραγξ of a riverpassing through a ravinePlb.

ShortDef

full of chasms

Debugging

Headword:
φαραγγώδης
Headword (normalized):
φαραγγώδης
Headword (normalized/stripped):
φαραγγωδης
IDX:
29363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29364
Key:
φαραγγώδης

Data

{'headword_display': '<b>φαραγγώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φαραγγώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φάραγξ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a river</Indic><Tr>passing through a ravine</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φαραγγώδης'}