Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
φανοίην
φᾱνός
φᾱνός
φανοῦμαι
φαντάζομαι
φαντασίᾱ
φάντασις
φάντασμα
φανταστικός
φαντί
φανῶ
φάος
φαραγγώδης
φάραγξ
φαρέτρᾱ
φαρετρεών
φαρέτριον
φαρκίς
φαρμακάω
φαρμακείᾱ
φαρμακεύς
View word page
φανῶ
φανῶ
fut. and aor.2 pass.subj.
see
φαίνω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φανῶ
Headword (normalized):
φανῶ
Headword (normalized/stripped):
φανω
IDX:
29361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29362
Key:
φανῶ
Data
{'headword_display': '<b>φανῶ</b>', 'content': '<XE><RefFm>φανῶ<LblR>fut. and aor.2 pass.subj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>φαίνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'φανῶ'}