Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
φανερομῑσής
φανερός
φανερόφιλος
φανερόω
φανή
φάνεσκε
φανήῃ
φανοίην
φᾱνός
φᾱνός
φανοῦμαι
φαντάζομαι
φαντασίᾱ
φάντασις
φάντασμα
φανταστικός
φαντί
φανῶ
φάος
φαραγγώδης
φάραγξ
View word page
φανοῦμαι
φανοῦμαι
fut.mid.pass.
see
φαίνομαι
, under
φαίνω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φανοῦμαι
Headword (normalized):
φανοῦμαι
Headword (normalized/stripped):
φανουμαι
IDX:
29354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29355
Key:
φανοῦμαι
Data
{'headword_display': '<b>φανοῦμαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>φανοῦμαι<LblR>fut.mid.pass.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>φαίνομαι</Ref>, under<Ref>φαίνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'φανοῦμαι'}