Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φάν
φαναῖος
φάνεν
φανερομῑσής
φανερός
φανερόφιλος
φανερόω
φανή
φάνεσκε
φανήῃ
φανοίην
φᾱνός
φᾱνός
φανοῦμαι
φαντάζομαι
φαντασίᾱ
φάντασις
φάντασμα
φανταστικός
φαντί
φανῶ
View word page
φανοίην
φανοίηνfut.opt.seeφαίνω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φανοίην
Headword (normalized):
φανοίην
Headword (normalized/stripped):
φανοιην
IDX:
29351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29352
Key:
φανοίην

Data

{'headword_display': '<b>φανοίην</b>', 'content': '<XE><RefFm>φανοίην<LblR>fut.opt.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>φαίνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'φανοίην'}