Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκακίᾱ
ἄκακος
Ἀκαλανθίς
ἀκαλαρρείτης
ἀκαλήφη
ἀκαλλιέρητος
ἀκαλός
ἀκάλυπτος
ἀκαλυφής
ἀκαμαντόδετος
ἀκαμαντολόγχᾱς
ἀκαμαντομάχᾱς
ἀκαμαντόπους
ἀκαμαντορόᾱς
ἀκαμαντοχάρμᾱς
ἀκάμας
ἀκάματος
ἄκαμπτος
ἄκανθα
ἀκάνθινος
ἀκανθίς
View word page
ἀκαμαντο-λόγχᾱς
ἀκαμαντο-λόγχᾱςdial.masc.adjλόγχη with tireless spearPi.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκαμαντολόγχᾱς
Headword (normalized):
ἀκαμαντολόγχᾱς
Headword (normalized/stripped):
ακαμαντολογχας
IDX:
2934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2935
Key:
ἀκαμαντολόγχᾱς

Data

{'headword_display': '<b>ἀκαμαντο-λόγχᾱς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀκαμαντο-λόγχᾱς</HL><Infl>ᾱ</Infl><PS>dial.masc.adj</PS><Ety><Ref>λόγχη</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr> with tireless spear</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀκαμαντολόγχᾱς'}