Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φαλλός
φάλος
φᾱ́μᾱ
φαμέν
φᾶμις
φάν
φαναῖος
φάνεν
φανερομῑσής
φανερός
φανερόφιλος
φανερόω
φανή
φάνεσκε
φανήῃ
φανοίην
φᾱνός
φᾱνός
φανοῦμαι
φαντάζομαι
φαντασίᾱ
View word page
φανερό-φιλος
φανερό-φιλοςονadjφίλος of a personopen in showing friendshipArist.

ShortDef

openly loving, an open friend

Debugging

Headword:
φανερόφιλος
Headword (normalized):
φανερόφιλος
Headword (normalized/stripped):
φανεροφιλος
IDX:
29346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29347
Key:
φανερόφιλος

Data

{'headword_display': '<b>φανερό-φιλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φανερό-φιλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φίλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>open in showing friendship</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φανερόφιλος'}