Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φάλλαινα
φαλλικόν
φαλλός
φάλος
φᾱ́μᾱ
φαμέν
φᾶμις
φάν
φαναῖος
φάνεν
φανερομῑσής
φανερός
φανερόφιλος
φανερόω
φανή
φάνεσκε
φανήῃ
φανοίην
φᾱνός
φᾱνός
φανοῦμαι
View word page
φανερο-μῑσής
φανερο-μῑσήςέςadjφανερόςμῖσος of personsopen in showing hatredopp. concealing one's true feelingsArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φανερομῑσής
Headword (normalized):
φανερομῑσής
Headword (normalized/stripped):
φανερομισης
IDX:
29344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29345
Key:
φανερομῑσής

Data

{'headword_display': '<b>φανερο-μῑσής</b>', 'content': "<AE><HG><HL>φανερο-μῑσής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φανερός</Ref><Ref>μῖσος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>open in showing hatred<Expl>opp. concealing one's true feelings</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>", 'key': 'φανερομῑσής'}