Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκάκητα
ἀκακίᾱ
ἄκακος
Ἀκαλανθίς
ἀκαλαρρείτης
ἀκαλήφη
ἀκαλλιέρητος
ἀκαλός
ἀκάλυπτος
ἀκαλυφής
ἀκαμαντόδετος
ἀκαμαντολόγχᾱς
ἀκαμαντομάχᾱς
ἀκαμαντόπους
ἀκαμαντορόᾱς
ἀκαμαντοχάρμᾱς
ἀκάμας
ἀκάματος
ἄκαμπτος
ἄκανθα
ἀκάνθινος
View word page
ἀκαμαντό-δετος
ἀκαμαντό-δετοςονadjἀκάμαςδέω1 of the outrageof untiring bondsA.dub., v.l. ἀδαμαντό-

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκαμαντόδετος
Headword (normalized):
ἀκαμαντόδετος
Headword (normalized/stripped):
ακαμαντοδετος
IDX:
2933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2934
Key:
ἀκαμαντόδετος

Data

{'headword_display': '<b>ἀκαμαντό-δετος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀκαμαντό-δετος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀκάμας</Ref><Ref>δέω<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the outrage</Indic><Tr>of untiring bonds</Tr><Au>A.<LblR>dub., v.l. <Gr>ἀδαμαντό-</Gr></LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀκαμαντόδετος'}