Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φαλαρῖτις
φάλᾱρος
φαληριάω
φαληρίς
Φάληρον
φάλης
φαλιός
φάλλαινα
φαλλικόν
φαλλός
φάλος
φᾱ́μᾱ
φαμέν
φᾶμις
φάν
φαναῖος
φάνεν
φανερομῑσής
φανερός
φανερόφιλος
φανερόω
View word page
φάλος
φάλοςουm part of a helmetapp.metal plateridgeIl.

ShortDef

horn of a helmet

Debugging

Headword:
φάλος
Headword (normalized):
φάλος
Headword (normalized/stripped):
φαλος
IDX:
29337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29338
Key:
φάλος

Data

{'headword_display': '<b>φάλος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>φάλος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>part of a helmet</Def><nS2><Qualif>app.</Qualif><Tr>metal plate<or/>ridge</Tr><Au>Il.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'φάλος'}