Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φάλαρα
φαλᾱρίς
φαλαρῖτις
φάλᾱρος
φαληριάω
φαληρίς
Φάληρον
φάλης
φαλιός
φάλλαινα
φαλλικόν
φαλλός
φάλος
φᾱ́μᾱ
φαμέν
φᾶμις
φάν
φαναῖος
φάνεν
φανερομῑσής
φανερός
View word page
φαλλικόν
φαλλικόνοῦnφαλλός phallic hymnsung to accompany the phallic effigy carried in processionsAr. Arist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φαλλικόν
Headword (normalized):
φαλλικόν
Headword (normalized/stripped):
φαλλικον
IDX:
29335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29336
Key:
φαλλικόν

Data

{'headword_display': '<b>φαλλικόν</b>', 'content': '<NE><HG><HL>φαλλικόν</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>φαλλός</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>phallic hymn<Expl>sung to accompany the phallic effigy carried in processions</Expl></Tr><Au>Ar. Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'φαλλικόν'}