Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φάλαγξ
φάλαινα
φαλακρόομαι
φαλακρός
φαλακρότης
φάλαρα
φαλᾱρίς
φαλαρῖτις
φάλᾱρος
φαληριάω
φαληρίς
Φάληρον
φάλης
φαλιός
φάλλαινα
φαλλικόν
φαλλός
φάλος
φᾱ́μᾱ
φαμέν
φᾶμις
View word page
φαληρίς
φαληρίςdial.φαλᾱρίςίδοςf white-headed birdcootAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φαληρίς
Headword (normalized):
φαληρίς
Headword (normalized/stripped):
φαληρις
IDX:
29330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29331
Key:
φαληρίς

Data

{'headword_display': '<b>φαληρίς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>φαληρίς</HL><VL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>φαλᾱρίς</FmHL></VL><Infl>ίδος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>white-headed bird</Def><nS2><Tr>coot</Tr><Au>Ar.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'φαληρίς'}