Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκάκᾱς
ἀκάκητα
ἀκακίᾱ
ἄκακος
Ἀκαλανθίς
ἀκαλαρρείτης
ἀκαλήφη
ἀκαλλιέρητος
ἀκαλός
ἀκάλυπτος
ἀκαλυφής
ἀκαμαντόδετος
ἀκαμαντολόγχᾱς
ἀκαμαντομάχᾱς
ἀκαμαντόπους
ἀκαμαντορόᾱς
ἀκαμαντοχάρμᾱς
ἀκάμας
ἀκάματος
ἄκαμπτος
ἄκανθα
View word page
ἀ-καλυφής
ἀ-καλυφήςέςadjof a sanctuaryuncovered, rooflessS.

ShortDef

not covered

Debugging

Headword:
ἀκαλυφής
Headword (normalized):
ἀκαλυφής
Headword (normalized/stripped):
ακαλυφης
IDX:
2932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2933
Key:
ἀκαλυφής

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-καλυφής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-καλυφής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a sanctuary</Indic><Tr>uncovered, roofless</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀκαλυφής'}