Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φαλαγγῑτικός
φαλαγγομαχέω
φάλαγξ
φάλαινα
φαλακρόομαι
φαλακρός
φαλακρότης
φάλαρα
φαλᾱρίς
φαλαρῖτις
φάλᾱρος
φαληριάω
φαληρίς
Φάληρον
φάλης
φαλιός
φάλλαινα
φαλλικόν
φαλλός
φάλος
φᾱ́μᾱ
View word page
φάλᾱρος
φάλᾱροςᾱ ονdial.adjreltd.φαλακρός of a dogwhite-headedTheoc.as the name of a ramTheoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φάλᾱρος
Headword (normalized):
φάλᾱρος
Headword (normalized/stripped):
φαλαρος
IDX:
29328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29329
Key:
φάλᾱρος

Data

{'headword_display': '<b>φάλᾱρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φάλᾱρος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>dial.adj</PS><Ety>reltd.<Ref>φαλακρός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a dog</Indic><Tr>white-headed</Tr><Au>Theoc.</Au><aS2><Indic>as the name of a ram</Indic><Au>Theoc.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'φάλᾱρος'}