Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φάκελος
φακῆ
φακός
φαλαγγηδόν
φαλάγγιον
φαλαγγῑ́της
φαλαγγῑτικός
φαλαγγομαχέω
φάλαγξ
φάλαινα
φαλακρόομαι
φαλακρός
φαλακρότης
φάλαρα
φαλᾱρίς
φαλαρῖτις
φάλᾱρος
φαληριάω
φαληρίς
Φάληρον
φάλης
View word page
φαλακρόομαι
φαλακρόομαιpass.contr.vbφαλακρός of mengo baldHdt.

ShortDef

to become bald

Debugging

Headword:
φαλακρόομαι
Headword (normalized):
φαλακρόομαι
Headword (normalized/stripped):
φαλακροομαι
IDX:
29322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29323
Key:
φαλακρόομαι

Data

{'headword_display': '<b>φαλακρόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>φαλακρόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><Ety><Ref>φαλακρός</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of men</Indic><Tr>go bald</Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'φαλακρόομαι'}