Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φαιός
φαιοχίτων
φαῖσθα
φάκελος
φακῆ
φακός
φαλαγγηδόν
φαλάγγιον
φαλαγγῑ́της
φαλαγγῑτικός
φαλαγγομαχέω
φάλαγξ
φάλαινα
φαλακρόομαι
φαλακρός
φαλακρότης
φάλαρα
φαλᾱρίς
φαλαρῖτις
φάλᾱρος
φαληριάω
View word page
φαλαγγομαχέω
φαλαγγομαχέωcontr.vbμάχομαι of troopsfight against phalanxesX.

ShortDef

to fight in a phalanx

Debugging

Headword:
φαλαγγομαχέω
Headword (normalized):
φαλαγγομαχέω
Headword (normalized/stripped):
φαλαγγομαχεω
IDX:
29319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29320
Key:
φαλαγγομαχέω

Data

{'headword_display': '<b>φαλαγγομαχέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>φαλαγγομαχέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>μάχομαι</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of troops</Indic><Tr>fight against phalanxes</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'φαλαγγομαχέω'}