Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φαίνω
φαιός
φαιοχίτων
φαῖσθα
φάκελος
φακῆ
φακός
φαλαγγηδόν
φαλάγγιον
φαλαγγῑ́της
φαλαγγῑτικός
φαλαγγομαχέω
φάλαγξ
φάλαινα
φαλακρόομαι
φαλακρός
φαλακρότης
φάλαρα
φαλᾱρίς
φαλαρῖτις
φάλᾱρος
View word page
φαλαγγῑτικός
φαλαγγῑτικόςή όνadjof a cohortof infantrymenPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φαλαγγῑτικός
Headword (normalized):
φαλαγγῑτικός
Headword (normalized/stripped):
φαλαγγιτικος
IDX:
29318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29319
Key:
φαλαγγῑτικός

Data

{'headword_display': '<b>φαλαγγῑτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φαλαγγῑτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a cohort</Indic><Tr>of infantrymen</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φαλαγγῑτικός'}