Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φαινομηρίς
φαίνω
φαιός
φαιοχίτων
φαῖσθα
φάκελος
φακῆ
φακός
φαλαγγηδόν
φαλάγγιον
φαλαγγῑ́της
φαλαγγῑτικός
φαλαγγομαχέω
φάλαγξ
φάλαινα
φαλακρόομαι
φαλακρός
φαλακρότης
φάλαρα
φαλᾱρίς
φαλαρῖτις
View word page
φαλαγγῑ́της
φαλαγγῑ́τηςουmsoldier in a phalanxheavy infantrymanPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φαλαγγῑ́της
Headword (normalized):
φαλαγγῑ́της
Headword (normalized/stripped):
φαλαγγιτης
IDX:
29317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29318
Key:
φαλαγγῑ́της

Data

{'headword_display': '<b>φαλαγγῑ́της</b>', 'content': '<NE><HG><HL>φαλαγγῑ́της</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Def>soldier in a phalanx</Def><Tr>heavy infantryman</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'φαλαγγῑ́της'}