Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φαῖμι
φαινόλις
φαινομηρίς
φαίνω
φαιός
φαιοχίτων
φαῖσθα
φάκελος
φακῆ
φακός
φαλαγγηδόν
φαλάγγιον
φαλαγγῑ́της
φαλαγγῑτικός
φαλαγγομαχέω
φάλαγξ
φάλαινα
φαλακρόομαι
φαλακρός
φαλακρότης
φάλαρα
View word page
φαλαγγηδόν
φαλαγγηδόνadvφάλαγξ in ranks, in close formationref. to troops charging or sim.Il. Plb. Plu.

ShortDef

in phalanxes

Debugging

Headword:
φαλαγγηδόν
Headword (normalized):
φαλαγγηδόν
Headword (normalized/stripped):
φαλαγγηδον
IDX:
29315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29316
Key:
φαλαγγηδόν

Data

{'headword_display': '<b>φαλαγγηδόν</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>φαλαγγηδόν</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>φάλαγξ</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>in ranks, in close formation</Tr><ModVb>ref. to troops charging or sim.<Au>Il. Plb. Plu.</Au></ModVb></advS1></AdvE>', 'key': 'φαλαγγηδόν'}