Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φαιδρῡ́νω
φαιδρωπός
φαίην
Φαίηξ
φαικάσια
φαῖμι
φαινόλις
φαινομηρίς
φαίνω
φαιός
φαιοχίτων
φαῖσθα
φάκελος
φακῆ
φακός
φαλαγγηδόν
φαλάγγιον
φαλαγγῑ́της
φαλαγγῑτικός
φαλαγγομαχέω
φάλαγξ
View word page
φαιο-χίτων
φαιο-χίτωνωνοςmasc.fem.adjχιτών of Erinyeswearing dark robesgrey-cloakedA.

ShortDef

dark-robed

Debugging

Headword:
φαιοχίτων
Headword (normalized):
φαιοχίτων
Headword (normalized/stripped):
φαιοχιτων
IDX:
29310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29311
Key:
φαιοχίτων

Data

{'headword_display': '<b>φαιο-χίτων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φαιο-χίτων</HL><Infl>ωνος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>χιτών</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Erinyes</Indic><Def>wearing dark robes</Def><Tr>grey-cloaked</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φαιοχίτων'}