Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φαιδρόομαι
φαιδρός
φαιδρότης
φαιδρύντρια
φαιδρῡ́νω
φαιδρωπός
φαίην
Φαίηξ
φαικάσια
φαῖμι
φαινόλις
φαινομηρίς
φαίνω
φαιός
φαιοχίτων
φαῖσθα
φάκελος
φακῆ
φακός
φαλαγγηδόν
φαλάγγιον
View word page
φαινόλις
φαινόλιςιδοςfem.adjφαίνω of dawnshining, radiant, light-givinghHom. Sapph. Mosch.

ShortDef

light-bringing

Debugging

Headword:
φαινόλις
Headword (normalized):
φαινόλις
Headword (normalized/stripped):
φαινολις
IDX:
29306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29307
Key:
φαινόλις

Data

{'headword_display': '<b>φαινόλις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φαινόλις</HL><Infl>ιδος</Infl><PS>fem.adj</PS><Ety><Ref>φαίνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of dawn</Indic><Tr>shining, radiant, light-giving</Tr><Au>hHom. Sapph. Mosch.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φαινόλις'}