Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Φαίδρᾱ
φαιδρόνους
φαιδρόομαι
φαιδρός
φαιδρότης
φαιδρύντρια
φαιδρῡ́νω
φαιδρωπός
φαίην
Φαίηξ
φαικάσια
φαῖμι
φαινόλις
φαινομηρίς
φαίνω
φαιός
φαιοχίτων
φαῖσθα
φάκελος
φακῆ
φακός
View word page
φαικάσια
φαικάσιαωνn.pl shoesapp. white, worn by gymnasiarchs and Egyptian priestsshoesPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φαικάσια
Headword (normalized):
φαικάσια
Headword (normalized/stripped):
φαικασια
IDX:
29304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29305
Key:
φαικάσια

Data

{'headword_display': '<b>φαικάσια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>φαικάσια</HL><Infl>ων</Infl><PS>n.pl</PS></HG> <nS1><Def>shoes<Expl>app. white, worn by gymnasiarchs and Egyptian priests</Expl></Def><Tr>shoes</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'φαικάσια'}