Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Φαίᾱκες
φαιδιμόεις
φαίδιμος
Φαίδρᾱ
φαιδρόνους
φαιδρόομαι
φαιδρός
φαιδρότης
φαιδρύντρια
φαιδρῡ́νω
φαιδρωπός
φαίην
Φαίηξ
φαικάσια
φαῖμι
φαινόλις
φαινομηρίς
φαίνω
φαιός
φαιοχίτων
φαῖσθα
View word page
φαιδρ-ωπός
φαιδρ-ωπόςόνadjὤψ of a lion-cubbright-eyedA.of eyesglintingE.

ShortDef

with bright, joyous look

Debugging

Headword:
φαιδρωπός
Headword (normalized):
φαιδρωπός
Headword (normalized/stripped):
φαιδρωπος
IDX:
29301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29302
Key:
φαιδρωπός

Data

{'headword_display': '<b>φαιδρ-ωπός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φαιδρ-ωπός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὤψ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a lion-cub</Indic><Tr>bright-eyed</Tr><Au>A.</Au><aS2><Indic>of eyes</Indic><Tr>glinting</Tr><Au>E.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'φαιδρωπός'}