Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φαεσφόρος
φαθί
Φαίᾱκες
φαιδιμόεις
φαίδιμος
Φαίδρᾱ
φαιδρόνους
φαιδρόομαι
φαιδρός
φαιδρότης
φαιδρύντρια
φαιδρῡ́νω
φαιδρωπός
φαίην
Φαίηξ
φαικάσια
φαῖμι
φαινόλις
φαινομηρίς
φαίνω
φαιός
View word page
φαιδρύντρια
φαιδρύντριαᾱςfφαιδρῡ́νω washerwoman, laundressw.gen.of baby-clothesA.

ShortDef

washer

Debugging

Headword:
φαιδρύντρια
Headword (normalized):
φαιδρύντρια
Headword (normalized/stripped):
φαιδρυντρια
IDX:
29299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29300
Key:
φαιδρύντρια

Data

{'headword_display': '<b>φαιδρύντρια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>φαιδρύντρια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>φαιδρῡ́νω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>washerwoman, laundress<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of baby-clothes</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'φαιδρύντρια'}