Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκαιρίᾱ
ἀκαίριμος
ἄκαιρος
ἀκάκᾱς
ἀκάκητα
ἀκακίᾱ
ἄκακος
Ἀκαλανθίς
ἀκαλαρρείτης
ἀκαλήφη
ἀκαλλιέρητος
ἀκαλός
ἀκάλυπτος
ἀκαλυφής
ἀκαμαντόδετος
ἀκαμαντολόγχᾱς
ἀκαμαντομάχᾱς
ἀκαμαντόπους
ἀκαμαντορόᾱς
ἀκαμαντοχάρμᾱς
ἀκάμας
View word page
ἀ-καλλιέρητος
ἀ-καλλιέρητοςονadjprivatv.prfx.,καλλιερέω of a sacrificewhich has not provided favourable omensill-omenedAeschin.

ShortDef

ill-omened

Debugging

Headword:
ἀκαλλιέρητος
Headword (normalized):
ἀκαλλιέρητος
Headword (normalized/stripped):
ακαλλιερητος
IDX:
2929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2930
Key:
ἀκαλλιέρητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-καλλιέρητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-καλλιέρητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx.,<Ref>καλλιερέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a sacrifice</Indic><Def>which has not provided favourable omens</Def><Tr>ill-omened</Tr><Au>Aeschin.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀκαλλιέρητος'}