Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φαεσφορίη
φαεσφόρος
φαθί
Φαίᾱκες
φαιδιμόεις
φαίδιμος
Φαίδρᾱ
φαιδρόνους
φαιδρόομαι
φαιδρός
φαιδρότης
φαιδρύντρια
φαιδρῡ́νω
φαιδρωπός
φαίην
Φαίηξ
φαικάσια
φαῖμι
φαινόλις
φαινομηρίς
φαίνω
View word page
φαιδρότης
φαιδρότηςητοςf cheerfulnessIsoc.

ShortDef

brightness: joyousness

Debugging

Headword:
φαιδρότης
Headword (normalized):
φαιδρότης
Headword (normalized/stripped):
φαιδροτης
IDX:
29298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29299
Key:
φαιδρότης

Data

{'headword_display': '<b>φαιδρότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>φαιδρότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>cheerfulness</Tr><Au>Isoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'φαιδρότης'}