Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φᾱ́εσι
φαεσίμβροτος
φαεσφορίη
φαεσφόρος
φαθί
Φαίᾱκες
φαιδιμόεις
φαίδιμος
Φαίδρᾱ
φαιδρόνους
φαιδρόομαι
φαιδρός
φαιδρότης
φαιδρύντρια
φαιδρῡ́νω
φαιδρωπός
φαίην
Φαίηξ
φαικάσια
φαῖμι
φαινόλις
View word page
φαιδρόομαι
φαιδρόομαιpass.contr.vb of a personbe amused, be gladdenedX.

ShortDef

to beam with joy

Debugging

Headword:
φαιδρόομαι
Headword (normalized):
φαιδρόομαι
Headword (normalized/stripped):
φαιδροομαι
IDX:
29296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29297
Key:
φαιδρόομαι

Data

{'headword_display': '<b>φαιδρόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>φαιδρόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a person</Indic><Tr>be amused, be gladdened</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'φαιδρόομαι'}