Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φᾱ́εα
φαέθων
φαεινός
φαείνω
φᾱ́εσι
φαεσίμβροτος
φαεσφορίη
φαεσφόρος
φαθί
Φαίᾱκες
φαιδιμόεις
φαίδιμος
Φαίδρᾱ
φαιδρόνους
φαιδρόομαι
φαιδρός
φαιδρότης
φαιδρύντρια
φαιδρῡ́νω
φαιδρωπός
φαίην
View word page
φαιδιμόεις
φαιδιμόειςεσσα ενadjφαίδιμοςof a peopleglorious, famousIl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φαιδιμόεις
Headword (normalized):
φαιδιμόεις
Headword (normalized/stripped):
φαιδιμοεις
IDX:
29292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29293
Key:
φαιδιμόεις

Data

{'headword_display': '<b>φαιδιμόεις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φαιδιμόεις</HL><Infl>εσσα εν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φαίδιμος</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a people</Indic><Tr>glorious, famous</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φαιδιμόεις'}