Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φᾱγός
φάγος
φάε
φᾱ́εα
φαέθων
φαεινός
φαείνω
φᾱ́εσι
φαεσίμβροτος
φαεσφορίη
φαεσφόρος
φαθί
Φαίᾱκες
φαιδιμόεις
φαίδιμος
Φαίδρᾱ
φαιδρόνους
φαιδρόομαι
φαιδρός
φαιδρότης
φαιδρύντρια
View word page
φαεσφόρος
φαεσφόροςadjseeφωσφόρος

ShortDef

light-bringing

Debugging

Headword:
φαεσφόρος
Headword (normalized):
φαεσφόρος
Headword (normalized/stripped):
φαεσφορος
IDX:
29289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29290
Key:
φαεσφόρος

Data

{'headword_display': '<b>φαεσφόρος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>φαεσφόρος</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>φωσφόρος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'φαεσφόρος'}