Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀψοποιίᾱ
ὀψοποιικός
ὀψοποιός
ὀψοπώλιον
ὀψοφαγέω
ὀψοφαγίᾱ
ὀψοφάγος
ὀψωνέω
ὀψωνίᾱ
ὀψωνιάζω
ὀψωνιασμός
ὀψώνιον
φᾶ
φαάνθην
φαάντατος
φαγεῖν
φᾱγός
φάγος
φάε
φᾱ́εα
φαέθων
View word page
ὀψωνιασμός
ὀψωνιασμόςοῦm sg. and pl.paymentof troopsPlb.

ShortDef

a furnishing with provisions, the supplies and pay of an army

Debugging

Headword:
ὀψωνιασμός
Headword (normalized):
ὀψωνιασμός
Headword (normalized/stripped):
οψωνιασμος
IDX:
29273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29274
Key:
ὀψωνιασμός

Data

{'headword_display': '<b>ὀψωνιασμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὀψωνιασμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Indic>sg. and pl.</Indic><Tr>payment<Expl>of troops</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὀψωνιασμός'}