Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὄψιμος
ὀψίνοος
ὄψιος
ὄψις
ὀψιτέλεστος
ὀψίτερος
ὄψομαι
ὄψον
ὀψοποιέομαι
ὀψοποιητικός
ὀψοποιίᾱ
ὀψοποιικός
ὀψοποιός
ὀψοπώλιον
ὀψοφαγέω
ὀψοφαγίᾱ
ὀψοφάγος
ὀψωνέω
ὀψωνίᾱ
ὀψωνιάζω
ὀψωνιασμός
View word page
ὀψοποιίᾱ
ὀψοποιίᾱᾱςfcookery, cuisinePl. X.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀψοποιίᾱ
Headword (normalized):
ὀψοποιίᾱ
Headword (normalized/stripped):
οψοποιια
IDX:
29263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29264
Key:
ὀψοποιίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ὀψοποιίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὀψοποιίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Tr>cookery, cuisine</Tr><Au>Pl. X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὀψοποιίᾱ'}