Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀψίζω
ὀψίκοιτος
ὀψιμαθής
ὀψιμαθίᾱ
ὄψιμος
ὀψίνοος
ὄψιος
ὄψις
ὀψιτέλεστος
ὀψίτερος
ὄψομαι
ὄψον
ὀψοποιέομαι
ὀψοποιητικός
ὀψοποιίᾱ
ὀψοποιικός
ὀψοποιός
ὀψοπώλιον
ὀψοφαγέω
ὀψοφαγίᾱ
ὀψοφάγος
View word page
ὄψομαι
ὄψομαιfut.mid.seeὁράω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὄψομαι
Headword (normalized):
ὄψομαι
Headword (normalized/stripped):
οψομαι
IDX:
29259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29260
Key:
ὄψομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὄψομαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>ὄψομαι<LblR>fut.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ὁράω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὄψομαι'}