Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ὀψίγονος
ὀψίζω
ὀψίκοιτος
ὀψιμαθής
ὀψιμαθίᾱ
ὄψιμος
ὀψίνοος
ὄψιος
ὄψις
ὀψιτέλεστος
ὀψίτερος
ὄψομαι
ὄψον
ὀψοποιέομαι
ὀψοποιητικός
ὀψοποιίᾱ
ὀψοποιικός
ὀψοποιός
ὀψοπώλιον
ὀψοφαγέω
ὀψοφαγίᾱ
View word page
ὀψίτερος
ὀψίτερος
compar.adj.
see
ὄψιος
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀψίτερος
Headword (normalized):
ὀψίτερος
Headword (normalized/stripped):
οψιτερος
IDX:
29258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29259
Key:
ὀψίτερος
Data
{'headword_display': '<b>ὀψίτερος</b>', 'content': '<XE><RefFm>ὀψίτερος<LblR>compar.adj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ὄψιος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὀψίτερος'}