Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ὀχύρωμα
ὄψ
ὀψᾱμᾱ́τᾱς
ὄψανον
ὀψάριον
ὀψαρότης
ὀψαρτῡτής
ὀψαρτύω
ὀψέ
ὀψείω
ὀψιαίτερος
ὀψιγάμιον
ὀψίγονος
ὀψίζω
ὀψίκοιτος
ὀψιμαθής
ὀψιμαθίᾱ
ὄψιμος
ὀψίνοος
ὄψιος
ὄψις
View word page
ὀψιαίτερος
ὀψιαίτερος
ὀψιαίτατος
compar. and superl.adj.
see
ὄψιος
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀψιαίτερος
Headword (normalized):
ὀψιαίτερος
Headword (normalized/stripped):
οψιαιτερος
IDX:
29246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29247
Key:
ὀψιαίτερος
Data
{'headword_display': '<b>ὀψιαίτερος</b>', 'content': '<XE><RefFm>ὀψιαίτερος</RefFm><RefFm>ὀψιαίτατος<LblR>compar. and superl.adj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ὄψιος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὀψιαίτερος'}