Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὄχθος
ὀχλαγωγέω
ὀχλαγωγίᾱ
ὀχλέω
ὀχληρός
ὄχλησις
ὀχλίζω
ὀχλικός
ὀχλοκόπος
ὀχλοκρατίᾱ
ὀχλοποιέω
ὄχλος
ὀχλώδης
ὀχμάζω
ὄχνᾱ
ὄχοι
ὄχος
ὀχυροποιέομαι
ὀχυρός
ὀχυρότης
ὀχυρόω
View word page
ὀχλοποιέω
ὀχλοποιέωcontr.vb form a mobNT.

ShortDef

to make a riot

Debugging

Headword:
ὀχλοποιέω
Headword (normalized):
ὀχλοποιέω
Headword (normalized/stripped):
οχλοποιεω
IDX:
29225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29226
Key:
ὀχλοποιέω

Data

{'headword_display': '<b>ὀχλοποιέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὀχλοποιέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>form a mob</Tr><Au>NT.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὀχλοποιέω'}