Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὄχθαι
ὀχθέω
ὄχθος
ὀχλαγωγέω
ὀχλαγωγίᾱ
ὀχλέω
ὀχληρός
ὄχλησις
ὀχλίζω
ὀχλικός
ὀχλοκόπος
ὀχλοκρατίᾱ
ὀχλοποιέω
ὄχλος
ὀχλώδης
ὀχμάζω
ὄχνᾱ
ὄχοι
ὄχος
ὀχυροποιέομαι
ὀχυρός
View word page
ὀχλο-κόπος
ὀχλοκόποςουmκόπτω one who incites the mobfirebrandPlb.

ShortDef

a mob-courtier

Debugging

Headword:
ὀχλοκόπος
Headword (normalized):
ὀχλοκόπος
Headword (normalized/stripped):
οχλοκοπος
IDX:
29223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29224
Key:
ὀχλοκόπος

Data

{'headword_display': '<b>ὀχλο-κόπος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὀχλο<hyph/>κόπος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>κόπτω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>one who incites the mob</Def><Tr>firebrand</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὀχλοκόπος'}