Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀχετός
ὀχεύς
ὀχεύω
ὀχέω
ὄχημα
ὄχησις
ὄχθαι
ὀχθέω
ὄχθος
ὀχλαγωγέω
ὀχλαγωγίᾱ
ὀχλέω
ὀχληρός
ὄχλησις
ὀχλίζω
ὀχλικός
ὀχλοκόπος
ὀχλοκρατίᾱ
ὀχλοποιέω
ὄχλος
ὀχλώδης
View word page
ὀχλαγωγίᾱ
ὀχλαγωγίᾱᾱςf fooling of the mobPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀχλαγωγίᾱ
Headword (normalized):
ὀχλαγωγίᾱ
Headword (normalized/stripped):
οχλαγωγια
IDX:
29217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29218
Key:
ὀχλαγωγίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ὀχλαγωγίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὀχλαγωγίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>fooling of the mob</Tr><Au>Plu.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'ὀχλαγωγίᾱ'}