Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀχετηγός
ὀχετός
ὀχεύς
ὀχεύω
ὀχέω
ὄχημα
ὄχησις
ὄχθαι
ὀχθέω
ὄχθος
ὀχλαγωγέω
ὀχλαγωγίᾱ
ὀχλέω
ὀχληρός
ὄχλησις
ὀχλίζω
ὀχλικός
ὀχλοκόπος
ὀχλοκρατίᾱ
ὀχλοποιέω
ὄχλος
View word page
ὀχλαγωγέω
ὀχλαγωγέωcontr.vbὄχλοςἀγωγός draw crowds, attract the mobPlb.

ShortDef

court the mob

Debugging

Headword:
ὀχλαγωγέω
Headword (normalized):
ὀχλαγωγέω
Headword (normalized/stripped):
οχλαγωγεω
IDX:
29216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29217
Key:
ὀχλαγωγέω

Data

{'headword_display': '<b>ὀχλαγωγέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὀχλαγωγέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ὄχλος</Ref><Ref>ἀγωγός</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr> draw crowds, attract the mob</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὀχλαγωγέω'}