Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

οὐλάς
οὐλαφηφόρος
οὖλε
οὐλή
οὔλιος
οὔλιος
οὐλόθριξ
οὐλοκάρηνος
οὐλοκάρηνος
οὐλοκόμης
οὐλόμενος
οὖλον
οὐλοός
οὐλόπους
οὖλος
οὖλος
οὖλος
οὖλος
οὐλόφρων
οὐλοφυής
οὐλοχύται
View word page
οὐλόμενος
οὐλόμενοςep.aor.2 mid.ptcpl.adjsee ὀλόμενος, under ὄλλῡμι

ShortDef

destructive, baneful

Debugging

Headword:
οὐλόμενος
Headword (normalized):
οὐλόμενος
Headword (normalized/stripped):
ουλομενος
IDX:
29085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29086
Key:
οὐλόμενος

Data

{'headword_display': '<b>οὐλόμενος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>οὐλόμενος</HL><PS>ep.aor.2 mid.ptcpl.adj</PS></HG><XR>see <Ref>ὀλόμενος</Ref>, under <Ref>ὄλλῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'οὐλόμενος'}