Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

οὐκ
οὐκέτι
οὐκί
οὔκουν
οὔκω
οὖλα
οὖλα
οὐλαί
οὐλαμός
οὐλάς
οὐλαφηφόρος
οὖλε
οὐλή
οὔλιος
οὔλιος
οὐλόθριξ
οὐλοκάρηνος
οὐλοκάρηνος
οὐλοκόμης
οὐλόμενος
οὖλον
View word page
οὐλαφη-φόρος
οὐλαφηφόροςουmοὔλαφος corpse, φέρωcorpse-bearer, undertakerCall.

ShortDef

undertaker, corpse-carrier

Debugging

Headword:
οὐλαφηφόρος
Headword (normalized):
οὐλαφηφόρος
Headword (normalized/stripped):
ουλαφηφορος
IDX:
29076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29077
Key:
οὐλαφηφόρος

Data

{'headword_display': '<b>οὐλαφη-φόρος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>οὐλαφη<hyph/>φόρος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>οὔλαφος</Ref> <ital>corpse</ital>, <Ref>φέρω</Ref></Ety></HG><nS1><Tr>corpse-bearer, undertaker</Tr><Au>Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'οὐλαφηφόρος'}