Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀτλεύω
ὀτλέω
ὄτλος
ὀτοβέω
ὄτοβος
ὅτοις
ὀτοτοῖ
ὀτοτύζω
Ὀτοτύξιοι
ὅτου
ὀτραλέως
ὀτρηρός
ὄτριχες
ὀτρυγηφάγος
ὀτρῡντῡ́ς
ὀτρῡ́νω
ὄττα
ὅττεο
ὀττεύομαι
ὅττι
ὅττι
View word page
ὀτραλέως
ὀτραλέωςadvreltd. ὀτρῡ́νωreadily, eagerlyHom. Hes. Sapph. AR.

ShortDef

busily, nimbly, quickly

Debugging

Headword:
ὀτραλέως
Headword (normalized):
ὀτραλέως
Headword (normalized/stripped):
οτραλεως
IDX:
29018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29019
Key:
ὀτραλέως

Data

{'headword_display': '<b>ὀτραλέως</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ὀτραλέως</HL><PS>adv</PS><Ety>reltd. <Ref>ὀτρῡ́νω</Ref></Ety></vHG><advS1><Tr>readily, eagerly</Tr><Au>Hom. Hes. Sapph. AR.</Au> </advS1></AdvE>', 'key': 'ὀτραλέως'}