Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αἰχμάζω
αἰχμαλωσίᾱ
αἰχμαλωτίζομαι
αἰχμαλωτικός
αἰχμαλωτίς
αἰχμάλωτος
αἰχμή
αἰχμητής
αἰχμοφόρος
αἶψα
αἰψηροκέλευθος
αἰψηρός
ἀίω
ἀίω
αἰών
αἰών
ᾱ̓ιών
ᾱ̓ιών
αἰώνιος
αἰώρᾱ
αἰωρέομαι
View word page
αἰψηρο-κέλευθος
αἰψηρο-κέλευθοςονadjαἰψηρός of the north windtravelling swiftlyHes.

ShortDef

swift-speeding

Debugging

Headword:
αἰψηροκέλευθος
Headword (normalized):
αἰψηροκέλευθος
Headword (normalized/stripped):
αιψηροκελευθος
IDX:
2900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2901
Key:
αἰψηροκέλευθος

Data

{'headword_display': '<b>αἰψηρο-κέλευθος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αἰψηρο-κέλευθος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>αἰψηρός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the north wind</Indic><Tr>travelling swiftly</Tr><Au>Hes.</Au></aS1></AE>', 'key': 'αἰψηροκέλευθος'}